- προδιεργάζομαι
- Αεπεξεργάζομαι προηγουμένως, προετοιμάζω («δεῑ προδιειργάσθαι... τὴν τοῡ ἀκροατοῡ ψυχήν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διεργάζομαι «επιτελώ, καλλιεργώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδιεργάζεται — προδιεργάζομαι prepare beforehand pres ind mp 3rd sg προδιεργάζομαι prepare beforehand pres ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεργάσασθαι — προδιεργάζομαι prepare beforehand aor inf mp προδιεργάζομαι prepare beforehand aor inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιειργάσθαι — προδιεργάζομαι prepare beforehand perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)